ἐπίασε

ἐπίασε
πιάζω
aor ind act 3rd sg
πιέζω
Ep..
aor ind act 3rd sg (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • Ηρακλής — I Μυθολογικός ήρωας. Η φήμη του κάλυπτε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο· θεωρείται ενσάρκωση της ίδιας της ιδέας του ήρωα. Στον Η. πραγματικά συγκεντρώνονται όλα τα χαρακτηριστικά (μυθικά και πολιτιστικά) της ηρωικής υπόστασης: θεϊκή γέννηση, ανατροφή …   Dictionary of Greek

  • αρβανίτικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στους Αρβανίτες ή προέρχεται απ αυτούς 2. φρ. α) «αρβανίτικο κεφάλι», για τον πείσμονα β) «αρβανίτικο γινάτι ή μπουρίνι», για το πείσμα γ) «τον έπιασε τ αρβανίτικο», τον έπιασε το πείσμα 3. το ουδ. ως ουσ. αρβανίτικος …   Dictionary of Greek

  • μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… …   Dictionary of Greek

  • τεταγών — όντος, ὁ, Α (επικ. τ. μτχ. αορ. β με αναδιπλασιασμό και χωρίς ενεστ.) (συν. με γεν.) αφού τόν, τήν ή τό έπιασε ή κρατώντας κάποιον ή κάτι («ῥῑψε ποδὸς τεταγὼν» τόν έπιασε από το πόδι και τόν πέταξε, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματισμένος με… …   Dictionary of Greek

  • Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… …   Wikipedia

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • αεράκι — και αγεράκι, το [αέρας] 1. ελαφριά πνοή ανέμου, απαλός άνεμος, αύρα 2. φρ. «έπιασε» ή «έβαλε» ή «σήκωσε αεράκι», ἀρχισε να φυσάει ελαφρά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”